απόγιομα

απόγιομα
το см. απόγευμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απόγιομα" в других словарях:

  • συντροφιαστός — ή, ό, Ν [συντροφιάζω] αυτός που πηγαίνει κάπου μαζί με άλλον («από νωρίς τ απόγιομα συντροφιαστές κινούσι», Ερωτόκρ.). επίρρ... συντροφιαστά Ν με τη συνοδεία κάποιου, με συντροφιά …   Dictionary of Greek

  • απόγευμα — το, ατος και απόγεμα, το και απόγιομα, το το μέρος της ημέρας από το μεσημέρι ως τη δύση του ήλιου, δειλινό, απομεσήμερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»